Θυμάμαι μια συνηθισμένη Κυριακή πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Η Γιούβε παρακολουθούσε εξ αποστάσεως την πορεία της Μίλαν προς τον τίτλο. Ο Τζιοβάνι Τραπατόνι, με την (καταραμένη) άνεση που δίνει σε αυτές τις περιπτώσεις η μεγάλη διαφορά από τον πρωτοπόρο, έκανε σε ένα ματς με αντίπαλο την Ρετζιάνα μια συνηθισμένη αλλαγή που έμελε να σημαδέψει την πορεία της Κυρίας για δυο δεκαετίες.
Εβγαλε τον κουρασμένο Ραβανέλι και έριξε στο γήπεδο τον δεκαεννιάχρονο Αλεσάντρο. Το ματς δεν ήταν σημαντικό και τη γκρίζα εκείνη Κυριακή ο κόσμος στο γήπεδο δεν ήταν πολύς: όμως στον πιτσιρίκο χρειάστηκαν είκοσι όλα κι όλα δευτερόλεπτα για να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα και ν' ανοίξει τον προσωπικό του λογαριασμό με την ιστορία.
Οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές κάνουν μια μεγάλη διαδρομή. Ξεκινούν σαν «ελπίδες», ξεπερνούν τις προσδοκίες, σφραγίζουν επιτυχίες, κερδίζουν θαυμασμό στο απόγειο της καριέρας τους και σεβασμό στην παρακμή τους. Κάποιοι λίγοι, κατορθώνουν να κάνουν δυο καριέρες: απογειώνονται και προσγειώνονται απότομα και μετά βρίσκουν τη δύναμη να ξανασηκωθούν για να συγκινήσουν. Αλλά ο Ντελ Πιέρο έκανε τρεις – ίσως να μην ήταν πολύ μεγάλος, σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος – όμως αυτό δεν το πέτυχε κανείς άλλος: ποτέ κανένας ποδοσφαιριστής δεν έζησε τρεις καριέρες τόσο διαφορετικά περιπετειώδεις. Και κανείς άλλος ποτέ δεν ένοιωσε τον πόνο της αποτυχίας και την δύναμη της ευτυχίας, όσο ο, προορισμένος να μισηθεί και να λατρευτεί, Ντελ Πιέρο.
Η πρώτη καριέρα του ξεκινά Φεβρουάριο του 1992 με αυτό το γκολ στη Ρετζιάνα. Στις 20 Μαρτίου του 93, ένα περίπου χρόνο αργότερα, κόντρα στην Πάρμα πετυχαίνει το πρώτο του χατ τρικ: δεν είναι σέντερ φορ και παίζει μόνο όταν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο δεν έχει κέφια - το κατόρθωμα προκαλεί θαυμασμό. Για πέντε ολόκληρα χρόνια ο Ντελ Πιέρο συλλέγει θαυμασμό και σπέρνει θαύματα.
Η Γιούβε το καλοκαίρι του 1995 αφήνει το Μπάτζιο και τον Τραπ να φύγουν κι εμπιστεύεται την ομάδα σε ένα ωραίο τύπο που λέγεται Μαρτσέλο Λίπι, του οποίου ωστόσο το προπονητικό κύρος αμφισβητείται. Ο Λίπι χτίζει τη νέα Γιούβε πάνω στον Αλεξ και ο κόσμος παρακολουθεί την εκτυφλωτική έκρηξη ενός αστεριού: το 1995 οδηγεί την Κυρία στο πρωτάθλημα με το «δέκα» στην φανέλα, το 1996 είναι ο ηγέτης της στην κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ και το Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς με γκολ δικό του, της χαρίζει το Διηπειρωτικό κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ στο Τόκιο.
Το 1997 στο Μόναχο, στο δεύτερο σερί φινάλε στο Πρωταθλητριών, πετυχαίνει με τακουνάκι ένα από τα ωραιότερα γκολ που έχουν μπει ποτέ σε τελικό: είναι στα μάτια όλων νικητής κι ας έχει χάσει η Κυρία το τρόπαιο. Το 1998 κερδίζει το πρωτάθλημα από την Ιντερ του Ρονάλντο σε μια από τις πιο εντυπωσιακές μονομαχίες ποδοσφαιριστών στην ιστορία του Καμπιονάτο.
Η δημοτικότητα του είναι στα ύψη, ο Τζιοβάνι Ανιέλι του δίνει το προσωνύμιο του αναγεννησιακού ζωγράφου «Πιντουρίκιο» του οποίου οι πίνακες είναι γεμάτοι από ένα ζεστό φως. Η μητέρα του διαφημίζει (!) το γάλα με τον οποίο τον μεγάλωσε, οι Ιταλοί καταριούνται τον Αρίγκο Σάκι γιατί δεν του εμπιστεύθηκε την ηγεσία της Εθνικής στα τελικά του μουντιάλ των ΗΠΑ το ‘ 94 και στα τελικά του Εuro της Αγγλίας το ‘96. Δεν είναι καλά καλά 23 χρονών και στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχει προσθέσει μια κίνηση ρεπερτορίου, όπως μόνο οι αληθινά μεγάλοι έχουν κάνει: το 1994 γεννιέται ο όρος «γκολ αλά Ντελ Πιέρο» - η σπεσιαλιτέ του. Το συγκεκριμένο γκολ, που έχει τη στάμπα του, το πετυχαίνει για πρώτη φορά στον Λούκα Μαρκετζιάνι, τερματοφύλακα της Λάτσιο: στοπάρει τη μπάλα εκτός περιοχής, ζαλίζει τον αντίπαλο και με όλα τα φάλτσα της γης τη στέλνει ψηλά στο απέναντι παράθυρο, σαν να χτυπάει ένα φάουλ εν κινήσει!
Το 1995, στην πρώτη του παρουσία στο Τσάμπιονς λιγκ, πετυχαίνει το ίδιο γκολ 5 φορές, ξεκινώντας στο Ντόρτμουντ. Ηταν αδύνατο να μείνει σε αυτό το επίπεδο γιατί θα γίνονταν ο καλύτερος στον κόσμο κι ο Αλεξ ήταν καταδικασμένος να υπάρξει κάτι συναρπαστικότερο. Το 1998 φτάνει για τρίτη φορά στον τελικό του Τσάμποιον λιγκ, ενώ ο κόσμος τον περιμένει πρωταγωνιστή στο μουντιάλ της Γαλλίας. Η Ρεάλ Μαδρίτης, που ιστορικά υπήρξε από τα αγαπημένα του θύματα, κερδίζει το τρόπαιο στο Αμστερνταμ κι ο Ντελ Πιέρο βγαίνει για πρώτη φορά ηττημένος και πληγωμένος από ένα ραντεβού τόσο μεγάλο. Παθαίνει μια θλάση, γίνεται αλλαγή – ο τραυματισμός μοιάζει μπανάλ. Όμως για να προλάβει το μουντιάλ ο Αλεξ δεν κάνει την πρέπουσα θεραπεία και η κατάσταση χειροτερεύει: γυρνάει από τη Γαλλία απογοητευμένος, ενώ η χώρα έχει μάτια μόνο για το Μπάτζιο – «ο μικρός δεν άντεξε τη σύγκριση με τους αληθινά μεγάλους» θα γράψει η Γκαζέτα. Η πρώτη καριέρα του Αλεξ ολοκληρώνεται πικρά, και ο θαυμασμός παραχωρεί τη θέση του στην απορία. Άλλο οι δυνατότητες κι άλλο ο χαρακτήρας. Η ερώτηση είναι αν ο μικρός θα επανέρθει από το στραπάτσο.
Η δεύτερη καριέρα του Αλεξ ξεκινά το καλοκαίρι του 1998. Ο ίδιος θέλει να ξορκίσει το κακό φινάλε της σεζόν και ψάχνει καταφύγιο στη δική του Γιούβε. Ενώ ακόμα δεν έχει βρει τη φόρμα του, ο Ζντένεκ Τζέμαν, ιστορικός αντίπαλος της Κυρίας με τη Λάτσιο αρχικά και τη Ρόμα στη συνέχεια, τον κατηγορεί για ντόπινγκ: «οι ομάδες μου κάνουν την πιο σκληρή προπόνηση» λέει «αλλά αυτοί τρέχουν πάντα πιο πολύ χάρη στους ανατολικογερμανούς γιατρούς τους». Κατηγορούμενοι μαζί με τον Αλεξ είναι όλη η Γιούβε, με το Ζιντάν, το Βιάλι, το Ραβανέλι, το Φεράρα να εξεγείρονται. Οι έρευνες αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει κάτι που γεννά υποψίες – κανείς όμως δεν έχει ανακαλύψει τι ακριβώς. Ο Ντελ Πιέρο υποφέρει σιωπηλά το ρόλο του μεγάλου υπόπτου, αλλά υπάρχουν και χειρότερα: στο Ούντινε, ένα μαρκάρισμα του σκληρού Τζάνκι του διαλύει το γόνατο. Για εννιά μήνες περνά χειρουργεία και ξεχνά συμπαίκτες και θριάμβους: ο Λίπι φεύγει και μαζί του φεύγει και όλη η λάμψη της τετραετίας του Αλεξ. Σε αυτή τη δεύτερη καριέρα ο Ντελ Πιέρο γνωρίζει κάτι που δεν ήξερε: τη δυσκολία της καθιέρωσης, τον κόπο της ανάβασης στην κορυφή. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα το εύκολο και ίσως για αυτό, το συγκεκριμένο βασανιστικό διάστημα να είναι και το πιο συναρπαστικό. Ο Αλεξ υπάρχει, σκοράρει, δημιουργεί, αλλά δεν έχει σπιρτάδα και συνέχεια και έτσι αντιμετωπίζεται με σκληράδα και καχυποψία – ο Μαούριτσιο Κροζέτι γράφει στη Repubblica πως την απάντηση στο «αν έχει κάτι να προσφέρει» πρέπει να τη δίνει πλέον κάθε Κυριακή. Δυο χαμένα γκολ στον τελικό του Εuro του 2000 κόντρα στους Γάλλους, κάνουν τον «μεγάλο ύποπτο» «εθνικό μειοδότη»: το 2000 τον υποδέχονται στα γήπεδα της Ιταλίας με πανό που του ζητάνε να τα παρατήσει.
Τον ίδιο καιρό ο πατέρας του παθαίνει καρκίνο, ο Ντελ Πιέρο δεν το κοινοποιεί. Τον χάνει ένα χρόνο αργότερα, τον κηδεύει Παρασκευή και την Κυριακή μπαίνει στο γήπεδο και παίζει κόντρα στο Μπάρι: σκοράρει, φωνάζει «πατέρα» και κλαίει – είναι η μοναδική φορά που δημοσιοποιεί ότι η πίεση τον οδηγεί στην κατάθλιψη. Εκείνο το απελευθερωτικό κλάμα είναι κάτι σαν κάθαρση που αλλάζει την ιστορία: λίγους μήνες μετά επιστρέφει ο Λίπι, μυστηριακά και σχεδόν ανεξήγητα όλα είναι όπως παλιά... Ο Αλεξ σκοράρει, ο Λίπι καπνίζει τα πούρα του, η Γιούβε κερδίζει πρωταθλήματα, το Μπερναμπέου των Galacticos, όταν ο Αλεξ πετυχαίνει εκεί δυο γκολ, σηκώνεται και τον αποθεώνει τη στιγμή της αλλαγής του. Η καριέρα έχει πάλι γεμίσει λάμψη ακόμα κι αν χάνεται ένας τελικός του Τσάμπιονς λιγκ: σημασία έχει ότι και σε αυτό ο Αλεξ γύρισε ανέλπιστα πρωταγωνιστής. Τι μένει; Ξανά η παρακμή! Με τον ερχομό του Καπέλο ο Ντελ Πιέρο γίνεται παγκίτης, ιδρώνει για τις συμμετοχές του, ξανατραυματίζεται, χάνει τη θέση του στην Εθνική – έχει άλλωστε πατήσει τα 30.
Η τρίτη καριέρα αρχίζει με ένα γκολ στην παράταση του ημιτελικού του μουντιάλ κόντρα στη Γερμανία – γκολ καριέρας συνοδευμένο από το χειροκρότημα της οικουμένης. Στην τρίτη καριέρα του πλέον ο σκοπός δεν είναι η νίκη, αλλά η αποθέωση. Για κάποιον άλλο η κατάκτηση του μουντιάλ στα 33 του θα ήταν ευκαιρία για ένα μεγάλο αντίο, όμως όχι για τον Αλεξ. Η Γιούβε πέφτει στη Β Εθνική κι αυτός αποφασίζει να συνάψει ένα ισόβιο συμβόλαιο πίστης μαζί της αγνοώντας κάθε πρόταση που του γίνεται για να φύγει. Μένει παρά τον υποβιβασμό, κρατά και τον Νέντβεντ και τον Μπουφόν (που μιλάει για «αρχηγού παράκληση»)...
...ανεβάζει την Κυρία στη Serie A, βγαίνει πρώτος σκόρερ στην επιστροφή του και φέτος για τελευταία φορά πρωταθλητής. Και παράλληλα θρυμματίζοντας το ρεκόρ του Μπονιμπέρτι γίνεται πρώτος της σκόρερ όλων των εποχών: ορίζει πλέον την ιστορία. Κι αποχωρεί έχοντας αναστηθεί τρεις φορές.
Ποιος ήταν τελικά ο Αλεξ; Δεν ξέρω να σας πω. Αυτό που μου έμεινε στο τέλος ήταν ότι ίσως υπήρξε απλά ένα παιδί που έβγαζε τη γλώσσα στους εχθρούς του όταν σκόραρε. Στους εχθρούς του να βάλλετε και τις μοίρες που τον ερωτεύτηκαν και τον παίδεψαν. Τον έκαναν πολύ δυνατό ώστε να ξεπερνά εμπόδια που θα λύγιζαν κάθε άνθρωπο και συγχρόνως πολύ αδύναμο για να μην ενοχλεί κάθε ζηλιάρη Θεό…
Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι ένα πολυ καλο άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου. Σας το μετέφερα αυτούσιο.
Οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές κάνουν μια μεγάλη διαδρομή. Ξεκινούν σαν «ελπίδες», ξεπερνούν τις προσδοκίες, σφραγίζουν επιτυχίες, κερδίζουν θαυμασμό στο απόγειο της καριέρας τους και σεβασμό στην παρακμή τους. Κάποιοι λίγοι, κατορθώνουν να κάνουν δυο καριέρες: απογειώνονται και προσγειώνονται απότομα και μετά βρίσκουν τη δύναμη να ξανασηκωθούν για να συγκινήσουν. Αλλά ο Ντελ Πιέρο έκανε τρεις – ίσως να μην ήταν πολύ μεγάλος, σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος – όμως αυτό δεν το πέτυχε κανείς άλλος: ποτέ κανένας ποδοσφαιριστής δεν έζησε τρεις καριέρες τόσο διαφορετικά περιπετειώδεις. Και κανείς άλλος ποτέ δεν ένοιωσε τον πόνο της αποτυχίας και την δύναμη της ευτυχίας, όσο ο, προορισμένος να μισηθεί και να λατρευτεί, Ντελ Πιέρο.
Η δημοτικότητα του είναι στα ύψη, ο Τζιοβάνι Ανιέλι του δίνει το προσωνύμιο του αναγεννησιακού ζωγράφου «Πιντουρίκιο» του οποίου οι πίνακες είναι γεμάτοι από ένα ζεστό φως. Η μητέρα του διαφημίζει (!) το γάλα με τον οποίο τον μεγάλωσε, οι Ιταλοί καταριούνται τον Αρίγκο Σάκι γιατί δεν του εμπιστεύθηκε την ηγεσία της Εθνικής στα τελικά του μουντιάλ των ΗΠΑ το ‘ 94 και στα τελικά του Εuro της Αγγλίας το ‘96. Δεν είναι καλά καλά 23 χρονών και στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχει προσθέσει μια κίνηση ρεπερτορίου, όπως μόνο οι αληθινά μεγάλοι έχουν κάνει: το 1994 γεννιέται ο όρος «γκολ αλά Ντελ Πιέρο» - η σπεσιαλιτέ του. Το συγκεκριμένο γκολ, που έχει τη στάμπα του, το πετυχαίνει για πρώτη φορά στον Λούκα Μαρκετζιάνι, τερματοφύλακα της Λάτσιο: στοπάρει τη μπάλα εκτός περιοχής, ζαλίζει τον αντίπαλο και με όλα τα φάλτσα της γης τη στέλνει ψηλά στο απέναντι παράθυρο, σαν να χτυπάει ένα φάουλ εν κινήσει!
Το 1995, στην πρώτη του παρουσία στο Τσάμπιονς λιγκ, πετυχαίνει το ίδιο γκολ 5 φορές, ξεκινώντας στο Ντόρτμουντ. Ηταν αδύνατο να μείνει σε αυτό το επίπεδο γιατί θα γίνονταν ο καλύτερος στον κόσμο κι ο Αλεξ ήταν καταδικασμένος να υπάρξει κάτι συναρπαστικότερο. Το 1998 φτάνει για τρίτη φορά στον τελικό του Τσάμποιον λιγκ, ενώ ο κόσμος τον περιμένει πρωταγωνιστή στο μουντιάλ της Γαλλίας. Η Ρεάλ Μαδρίτης, που ιστορικά υπήρξε από τα αγαπημένα του θύματα, κερδίζει το τρόπαιο στο Αμστερνταμ κι ο Ντελ Πιέρο βγαίνει για πρώτη φορά ηττημένος και πληγωμένος από ένα ραντεβού τόσο μεγάλο. Παθαίνει μια θλάση, γίνεται αλλαγή – ο τραυματισμός μοιάζει μπανάλ. Όμως για να προλάβει το μουντιάλ ο Αλεξ δεν κάνει την πρέπουσα θεραπεία και η κατάσταση χειροτερεύει: γυρνάει από τη Γαλλία απογοητευμένος, ενώ η χώρα έχει μάτια μόνο για το Μπάτζιο – «ο μικρός δεν άντεξε τη σύγκριση με τους αληθινά μεγάλους» θα γράψει η Γκαζέτα. Η πρώτη καριέρα του Αλεξ ολοκληρώνεται πικρά, και ο θαυμασμός παραχωρεί τη θέση του στην απορία. Άλλο οι δυνατότητες κι άλλο ο χαρακτήρας. Η ερώτηση είναι αν ο μικρός θα επανέρθει από το στραπάτσο.
Η δεύτερη καριέρα του Αλεξ ξεκινά το καλοκαίρι του 1998. Ο ίδιος θέλει να ξορκίσει το κακό φινάλε της σεζόν και ψάχνει καταφύγιο στη δική του Γιούβε. Ενώ ακόμα δεν έχει βρει τη φόρμα του, ο Ζντένεκ Τζέμαν, ιστορικός αντίπαλος της Κυρίας με τη Λάτσιο αρχικά και τη Ρόμα στη συνέχεια, τον κατηγορεί για ντόπινγκ: «οι ομάδες μου κάνουν την πιο σκληρή προπόνηση» λέει «αλλά αυτοί τρέχουν πάντα πιο πολύ χάρη στους ανατολικογερμανούς γιατρούς τους». Κατηγορούμενοι μαζί με τον Αλεξ είναι όλη η Γιούβε, με το Ζιντάν, το Βιάλι, το Ραβανέλι, το Φεράρα να εξεγείρονται. Οι έρευνες αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει κάτι που γεννά υποψίες – κανείς όμως δεν έχει ανακαλύψει τι ακριβώς. Ο Ντελ Πιέρο υποφέρει σιωπηλά το ρόλο του μεγάλου υπόπτου, αλλά υπάρχουν και χειρότερα: στο Ούντινε, ένα μαρκάρισμα του σκληρού Τζάνκι του διαλύει το γόνατο. Για εννιά μήνες περνά χειρουργεία και ξεχνά συμπαίκτες και θριάμβους: ο Λίπι φεύγει και μαζί του φεύγει και όλη η λάμψη της τετραετίας του Αλεξ. Σε αυτή τη δεύτερη καριέρα ο Ντελ Πιέρο γνωρίζει κάτι που δεν ήξερε: τη δυσκολία της καθιέρωσης, τον κόπο της ανάβασης στην κορυφή. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα το εύκολο και ίσως για αυτό, το συγκεκριμένο βασανιστικό διάστημα να είναι και το πιο συναρπαστικό. Ο Αλεξ υπάρχει, σκοράρει, δημιουργεί, αλλά δεν έχει σπιρτάδα και συνέχεια και έτσι αντιμετωπίζεται με σκληράδα και καχυποψία – ο Μαούριτσιο Κροζέτι γράφει στη Repubblica πως την απάντηση στο «αν έχει κάτι να προσφέρει» πρέπει να τη δίνει πλέον κάθε Κυριακή. Δυο χαμένα γκολ στον τελικό του Εuro του 2000 κόντρα στους Γάλλους, κάνουν τον «μεγάλο ύποπτο» «εθνικό μειοδότη»: το 2000 τον υποδέχονται στα γήπεδα της Ιταλίας με πανό που του ζητάνε να τα παρατήσει.
Τον ίδιο καιρό ο πατέρας του παθαίνει καρκίνο, ο Ντελ Πιέρο δεν το κοινοποιεί. Τον χάνει ένα χρόνο αργότερα, τον κηδεύει Παρασκευή και την Κυριακή μπαίνει στο γήπεδο και παίζει κόντρα στο Μπάρι: σκοράρει, φωνάζει «πατέρα» και κλαίει – είναι η μοναδική φορά που δημοσιοποιεί ότι η πίεση τον οδηγεί στην κατάθλιψη. Εκείνο το απελευθερωτικό κλάμα είναι κάτι σαν κάθαρση που αλλάζει την ιστορία: λίγους μήνες μετά επιστρέφει ο Λίπι, μυστηριακά και σχεδόν ανεξήγητα όλα είναι όπως παλιά... Ο Αλεξ σκοράρει, ο Λίπι καπνίζει τα πούρα του, η Γιούβε κερδίζει πρωταθλήματα, το Μπερναμπέου των Galacticos, όταν ο Αλεξ πετυχαίνει εκεί δυο γκολ, σηκώνεται και τον αποθεώνει τη στιγμή της αλλαγής του. Η καριέρα έχει πάλι γεμίσει λάμψη ακόμα κι αν χάνεται ένας τελικός του Τσάμπιονς λιγκ: σημασία έχει ότι και σε αυτό ο Αλεξ γύρισε ανέλπιστα πρωταγωνιστής. Τι μένει; Ξανά η παρακμή! Με τον ερχομό του Καπέλο ο Ντελ Πιέρο γίνεται παγκίτης, ιδρώνει για τις συμμετοχές του, ξανατραυματίζεται, χάνει τη θέση του στην Εθνική – έχει άλλωστε πατήσει τα 30.
Η τρίτη καριέρα αρχίζει με ένα γκολ στην παράταση του ημιτελικού του μουντιάλ κόντρα στη Γερμανία – γκολ καριέρας συνοδευμένο από το χειροκρότημα της οικουμένης. Στην τρίτη καριέρα του πλέον ο σκοπός δεν είναι η νίκη, αλλά η αποθέωση. Για κάποιον άλλο η κατάκτηση του μουντιάλ στα 33 του θα ήταν ευκαιρία για ένα μεγάλο αντίο, όμως όχι για τον Αλεξ. Η Γιούβε πέφτει στη Β Εθνική κι αυτός αποφασίζει να συνάψει ένα ισόβιο συμβόλαιο πίστης μαζί της αγνοώντας κάθε πρόταση που του γίνεται για να φύγει. Μένει παρά τον υποβιβασμό, κρατά και τον Νέντβεντ και τον Μπουφόν (που μιλάει για «αρχηγού παράκληση»)...
Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι ένα πολυ καλο άρθρο του Αντώνη Καρπετόπουλου. Σας το μετέφερα αυτούσιο.
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο άρθρο. Συγκινήθηκα που διάβασα σχεδόν όλη τη ζωή στα γήπεδα του ανθρώπου που το 1997 όντας 11 χρονών με έκανε να μην είμαι σαν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου, να μην με ενδιαφέρει καμία ομάδα στην Ελλάδα και ο νους μου να είναι μακριά εκεί στην Ιταλία. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα αν και είχα την ευκαιρία να δω τον αγαπημένο μου παίκτη ζωντανά. Εύχομαι ότι και αν κάνει στο τέλος να έρθει στο πόστο που του αξίζει στην Juve.
Δημοσίευση σχολίου